σταμπάρω — σταμπάρω, στάμπαρα και σταμπάρισα, σταμπαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταμπάρω — Ν 1. τοποθετώ τη στάμπα πάνω σε κάτι 2. διακρίνω κάποιον και τόν συγκρατώ καλά στη μνήμη μου, αποτυπώνω 3. μτφ. επισημαίνω, εντοπίζω («τόν σταμπάρισα από την πρώτη στιγμή») 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σταμπαρισμένος, η, ο στιγματισμένος, γνωστός για … Dictionary of Greek
εναποσημαίνω — ἐναποσημαίνω (Α) 1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω 2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω 3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι … Dictionary of Greek
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
σταμπάρισμα — το, Ν [σταμπάρω] 1. η τοποθέτηση, η επίθεση τής στάμπας πάνω σε κάτι, αποτύπωση 2. το να αποτυπωθεί κάτι καλά στη μνήμη 3. μτφ. α) ο κοινωνικός ή ηθικός στιγματισμός κάποιου β) επισήμανση, εντοπισμός … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω μάρκαρα και μαρκάρισα, μαρκαρισμένος 1. αποτυπώνω πάνω σ ένα αντικείμενο μάρκα, σταμπάρω, επισημαίνω, σημαδεύω: Μάρκαρα τα σακάκια. 2. (αθλητ.), παρεμποδίζω αντίπαλο παίχτη: Μαρκάρει πάντα τον πιο δυνατό παίχτη. 3. μτφ., διακρίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)